- απροσπέραστος
- -η, -οαυτός τον οποίο δεν μπορούν να προσπεράσουν, ο αξεπέραστος, ο ανυπέρβλητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απροσπέραστος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν προσπέρασε ή δεν μπορεί κανείς να προσπεράσει, αξεπέραστος: Ο άλλος ήταν απροσπέραστος, όταν πήγε να προσπεράσει κι εκείνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απέραστος — η, ο και απέρ(ν)αγος, η, ο επίρρ. α 1. αδιάβατος: Ύστερα από τη βροχή το ποτάμι ήταν απέραστο. 2. αυτός που δεν πέρασε: Η κλωστή ήταν απέραστη στη βελόνα. 3. απροσπέραστος, ανυπέρβλητος: Φαίνεται πως το εμπόδιο αυτό είναι απέραστο. 4. αυτός που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)